Μετάβαση στο περιεχόμενο

profitable

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός profitable
συγκριτικός more profitable
υπερθετικός most profitable

Επίθετο

[επεξεργασία]

profitable (en)

  1. κερδοφόρος, επικερδής, αποφέρω, που βγάζει ή είναι πιθανό να βγάλει χρήματα
    παράδειγμα  The business went from problematic to profitable.
    Η επιχείρηση από προβληματική έγινε κερδοφόρα.
    παράδειγμα  Farming isn’t profitable anymore.
    Η γεωργία δεν αποφέρει πια.
     συνώνυμα:  gainful και lucrative
  2. ωφέλιμος



Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
profitable profitables

Επίθετο

[επεξεργασία]

profitable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη profit