profiter
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]profiter (fr)
- (+ à) αποφέρω κέρδος ή ωφέλεια
- (+ de) αποκομίζω κάποιο κέρδος ή ωφέλεια, απολαμβάνω, επωφελούμαι
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη profit
profiter (fr)