Μετάβαση στο περιεχόμενο

profiti

Από Βικιλεξικό
ρήμα profiti
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας profitas profitanta profitata
αόριστος profitis profitinta profitita
μέλλοντας profitos profitonta profitota
υποθετική profitus - -
προστακτική profitu - -

profiti (eo)

profitu de la okazo... - επωφελήσου από την ευκαιρία...
rapidu por profiti la ŝancon - κάντε γρήγορα για να εκμεταλλευτείτε την ευκαιρία



Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

profiti (io)