Μετάβαση στο περιεχόμενο

profligo

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
profligo < pro + fligo

profligo (la) (prōflīgō1, prōflīgāvī, prōflīgātum, prōflīgāre)