profound

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

profound (en)

  1. ουσιώδης, υποθεμέλιος, θεμελιώδης, εγγενής, καίριος, πολύ σημαντικός, βασικότατος
  2. πολύ βαθύς, πολύ σοβαρός
  3. βαθυστόχαστος, βαθύς διανοητικά, πνευματικά
  4. βαθύς (έντονος)
  5. οξύς