profund-

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

profund- < αγγλική profound, γαλλική profond

Ρίζα[επεξεργασία]

profund- (eo)

  • ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: βαθύς

Παράγωγα[επεξεργασία]