progestérone
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
progestérone | progestérones |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
progestérone (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
progestérone | progestérones |
progestérone (fr) θηλυκό