progrès
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- progrès < λατινική progressus, προχώρημα < progredi, προχωρώ
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
progrès (fr)) αρσενικό
- η πρόοδος
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- on n'arrête pas le progrès !: (σκωπτικό) λέγεται όταν κάτι, που υποτίθεται ότι θα βελτιώσει μια κατάσταση, στην πραγματικότητα την δυσκολεύει