progresema
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | progresema | progresemaj |
αιτιατική | progreseman | progresemajn |
progresema (eo)
- (πολιτική) προοδευτικός, που θέλει την ανάπτυξη