prolixe
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
prolixe | prolixes |
Επίθετο
[επεξεργασία]prolixe (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
prolixe | prolixes |
prolixe (fr) αρσενικό ή θηλυκό