promenade
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- promenade < promener
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
promenade | promenades |
promenade (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
promenade | promenades |
promenade (fr) θηλυκό