promotion
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
promotion | promotions |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- promotion < παλαιά γαλλική promocion
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
promotion (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η προαγωγή, η άνοδος (σε θέση, κατηγορία)
- ↪ He was passed over in recent promotions in favor of Smith.
- Παραλείφθηκε στις τελευταίες προαγωγές για χάρη του Σμιθ.
- ↪ He was passed over in recent promotions in favor of Smith.
- η διάδοση, η διάχυση πληροφοριών, απόψεων, ιδεών
- η ενέργεια προώθησης προϊόντων
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη promote
Πηγές[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- promotion < δημώδης λατινική promotio < promovere
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
promotion | promotions |
promotion (fr) θηλυκό
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- en promotion: σε προσφορά