promotion

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

promotion < παλαιά γαλλική promocion

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

promotion (en)

  1. η προαγωγή, η άνοδος (σε θέση, κατηγορία)
  2. η διάδοση, η διάχυση πληροφοριών, απόψεων, ιδεών
  3. η ενέργεια προώθησης προϊόντων

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

promotion < δημώδης λατινική promotio < promovere

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
promotion promotions

promotion (fr) θηλυκό

  1. η προαγωγή
  2. η προώθηση, η διαφήμιση
  3. η προσφορά

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]