promotionnel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | promotionnel | promotionnels |
θηλυκό | promotionnelle | promotionnelles |
Επίθετο[επεξεργασία]
promotionnel (fr)
- που αποτελεί μια προσφορά, που διαφημίζεται
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη promotion