Μετάβαση στο περιεχόμενο

promptly

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός promptly
συγκριτικός more promptly
υπερθετικός most promptly

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
promptly < prompt + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

promptly (en)

  1. γρήγορα, με προθυμία, χωρίς καθυστέρηση
      He is deciding promptly.
    Αποφασίζει γρήγορα.
      He returned it very promptly.
    Το επέστρεψε με μεγάλη προθυμία.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη quickly
  2. ακριβώς τη σωστή ώρα ή την ώρα που αναφέρεται
      promptly at 5 p.m. - στις 5 μ.μ. ακριβώς
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη punctually
  3. (χρησιμοποιείται πάντα πριν από το ρήμα) αμέσως
      I promptly answer.
    Απαντώ αμέσως.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη immediately