promulgate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

promulgate (en) (sth)

  1. διακηρύσσω, γνωστοποιώ, κοινοποιώ
  2. διατυμπανίζω, υπερασπίζομαι ανοιχτά ιδέα, διαδίδω ιδέα
  3. δημοσιεύω νόμο, θέτω νόμο σε ισχύ με την κοινοποίησή του

Συνώνυμα[επεξεργασία]