promulgate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
promulgate (en) (sth)
- διακηρύσσω, γνωστοποιώ, κοινοποιώ
- διατυμπανίζω, υπερασπίζομαι ανοιχτά ιδέα, διαδίδω ιδέα
- δημοσιεύω νόμο, θέτω νόμο σε ισχύ με την κοινοποίησή του