pronounce
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
pronounce (en)
- προφέρω
- αρθρώνω λέξεις
- ονομάζω, αποδίδω επίσημα μια ιδιότητα κατά τη διάρκεια τελετής
- I hereby pronounce you man and wife
- δηλώνω, αποδίδω επίσημα μια ιδιότητα επειδή έχω την εξουσία ή είμαι ειδικός
- he was pronounced dead
- διαβάζω φωναχτά