pronounce

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας pronounce
γ΄ ενικό ενεστώτα pronounces
αόριστος pronounced
παθητική μετοχή pronounced
ενεργητική μετοχή pronouncing

Ρήμα[επεξεργασία]

pronounce (en)

  1. (μεταβατικό) προφέρω, αρθρώνω λέξεις
    I can not pronounce this word.
    Δεν μπορώ να προφέρω αυτή τη λέξη.
     συνώνυμα: enunciate
  2. ονομάζω, αποδίδω επίσημα μια ιδιότητα κατά τη διάρκεια τελετής
    I hereby pronounce you man and wife
  3. δηλώνω, αποδίδω επίσημα μια ιδιότητα επειδή έχω την εξουσία ή είμαι ειδικός
    he was pronounced dead
  4. διαβάζω φωναχτά

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]