propédeutique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /prɔ.pe.dø.tik/
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
propédeutique | propédeutiques |
propédeutique (fr) αρσενικό ή θηλυκό