propagiĝita
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
propagiĝita
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
propagiĝita (eo)
- αόριστος της επιθετικής παθητικής μετοχής του ρήματος propagiĝi
propagiĝita
propagiĝita (eo)