propeller
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- propeller < propel + -(l)er
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ↷ νέα ελληνικά: προπέλα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
propeller (en)
- (ναυτικός όρος, αεροπορικός όρος) η προπέλα, ο έλικας πλοίου ή αεροπλάνου
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- propeller - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
- propeller - Oxford Learner's Dictionaries