prophète

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
prophète < λατινική propheta < αρχαία ελληνική προφήτης

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pʁɔ.fɛt/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό prophète prophètes
θηλυκό prophétesse prophétesses

prophète (fr) αρσενικό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]