prophète
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- prophète < λατινική propheta < αρχαία ελληνική προφήτης
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | prophète | prophètes |
θηλυκό | prophétesse | prophétesses |
prophète (fr) αρσενικό
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- prophète - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
- prophète - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online