propice
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
propice | propices |
propice (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ευμενής, ευνοϊκός, αίσιος
- propice à: κατάλληλος για