proportional
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | proportional |
συγκριτικός | more proportional |
υπερθετικός | most proportional |
Επίθετο
[επεξεργασία]proportional (en)
- ανάλογος, αναλογικός, κάτι που αναλογεί σε κάτι άλλο
- ↪ Her weight is not proportional to her height.
- Το βάρος της δεν αναλογεί στο ύψος του.
- ≈ συνώνυμα: proportionate
- ↪ Her weight is not proportional to her height.
Παράγωγα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις proportion και portion