proposal
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
proposal | proposals |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]proposal (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η πρόταση, προς συζήτηση ή έγκριση
- ↪ We are not going to accept your proposal.
- Δεν πρόκειται να δεχτούμε την πρότασή σας.
- ↪ We are not going to accept your proposal.