propose
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | propose |
γ΄ ενικό ενεστώτα | proposes |
αόριστος | proposed |
παθητική μετοχή | proposed |
ενεργητική μετοχή | proposing |
Ρήμα[επεξεργασία]
propose (en)
- προτείνω
- κάνω πρόταση γάμου]
- ↪ It is the appropriate moment to propose.
- Είναι η κατάλληλη στιγμή για να κάνει πρόταση γάμου.
- ≈ συνώνυμα: pop the question
- ↪ It is the appropriate moment to propose.