Μετάβαση στο περιεχόμενο

propose

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας propose
γ΄ ενικό ενεστώτα proposes
αόριστος proposed
παθητική μετοχή proposed
ενεργητική μετοχή proposing

propose (en)

  1. (μεταβατικό, επίσημο) προτείνω ένα σχέδιο, μια ιδέα κτλ. για να σκεφτείς και να αποφασίσεις
      I propose Tuesday for the next meeting.
    Προτείνω την Τρίτη για την επόμενη συνεδρίαση.
      The proposed rule is the fruition of years of work.
    Ο προτεινόμενος κανόνας είναι η πραγματοποίηση χρόνων δουλειάς.
     συνώνυμα:  put forward, put up, recommend και suggest
  2. (μεταβατικό, επίσημο) σκοπεύω να κάνω κάτι
      I propose starting early.
    Σκοπεύω να ξεκινήσω νωρίς.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη intend
  3. (μεταβατικό και αμετάβατο) κάνω πρόταση γάμου, ζητάω
      It is the appropriate moment to propose.
    Είναι η κατάλληλη στιγμή για να κάνει πρόταση γάμου.
      I proposed to Mary.
    Έκανε πρόταση γάμου στη Μαίρη.
      After two years of knowing her, he went and proposed to her.
    Ύστερα από γνωριμία δύο χρόνων πήγε και τη ζήτησε.
     συνώνυμα: pop the question

Συγγενικά

[επεξεργασία]