Μετάβαση στο περιεχόμενο

prosecution

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

prosecution (en)

  • δίωξη (νομική ποινική διαδικασία)
  • σε μία δίκη, η κατηγορούσα αρχή, ο δημόσιος κατήγορος