prosecution
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]prosecution (en)
- δίωξη (νομική ποινική διαδικασία)
- σε μία δίκη, η κατηγορούσα αρχή, ο δημόσιος κατήγορος
prosecution (en)