prosequor

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

prosequor < prō- + sĕquor

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈproː.se.kʷor/

Ρήμα[επεξεργασία]

prosequor (la)

  1. προπέμπω, συνοδεύω, ακολουθώ
  2. τιμώ
  3. περιγράφω λεπτομερώς
  4. αναμένω

Κλίση[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]