prospect
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- prospect < λατινική prospectus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος la < pro + specio
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]prospect (en)
- θέα
- προοπτική
- προσδοκία
- (αργκό, ΗΠΑ) υποψήφιο, δόκιμο μέλος λέσχης μηχανόβιων
- → δείτε τις λέξεις hangaround και patchholder
Ρήμα
[επεξεργασία]prospect (en)
- ψάχνω, ερευνώ (ιδίως για μεταλλεύματα)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- prospect < (άμεσο δάνειο) αγγλική prospect
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
prospect | prospects |
prospect (fr) αρσενικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη prospecter