prospection
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
prospection | prospections |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
prospection (fr) θηλυκό
- η διερεύνηση, εξερεύνηση
- μελέτη με σκοπό τη δημιουργία πελατείας
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη prospecter