prospection

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
prospection prospections

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

prospection (fr) θηλυκό

  1. η διερεύνηση, εξερεύνηση
  2. μελέτη με σκοπό τη δημιουργία πελατείας

Συγγενικά[επεξεργασία]