prospectiviste
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
prospectiviste | prospectivistes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
prospectiviste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- αυτός με μελετά το μέλλον της ανθρωπότητας ή, ειδικότερα, των συνεπειών μιας πράξης ή απόφασης
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη prospecter