Μετάβαση στο περιεχόμενο

prosperity

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

prosperity (en) (μη μετρήσιμο)

  • η ευημερία
      I wish you health and prosperity.
    Σου εύχομαι υγεία και ευημερία.
      Social prosperity depends both on the size of national income and on its method of distribution.
    Η κοινωνική ευημερία εξαρτάται τόσο από το μέγεθος του εθνικού εισοδήματος όσο και από τον τρόπο κατανομής του.