prosperity
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]prosperity (en) (μη μετρήσιμο)
- η ευημερία
- ⮡ I wish you health and prosperity.
- Σου εύχομαι υγεία και ευημερία.
- ⮡ Social prosperity depends both on the size of national income and on its method of distribution.
- Η κοινωνική ευημερία εξαρτάται τόσο από το μέγεθος του εθνικού εισοδήματος όσο και από τον τρόπο κατανομής του.
- ⮡ I wish you health and prosperity.