prostré
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | prostré | prostrés |
θηλυκό | prostrée | prostrées |
Επίθετο[επεξεργασία]
prostré (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | prostré | prostrés |
θηλυκό | prostrée | prostrées |
prostré (fr)