protectrice
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
protectrice | protectrices |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
protectrice (fr) θηλυκό
- η προστάτισσα, η προστάτρια
ενικός | πληθυντικός |
protectrice | protectrices |
protectrice (fr) θηλυκό