protectrice
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
protectrice | protectrices |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]protectrice (fr) θηλυκό
- η προστάτισσα, η προστάτρια, η προστάτιδα
ενικός | πληθυντικός |
protectrice | protectrices |
protectrice (fr) θηλυκό