protekto
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | protekto | protektoj |
αιτιατική | protekton | protektojn |
protekto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | protekto | protektoj |
αιτιατική | protekton | protektojn |
protekto (eo)