Μετάβαση στο περιεχόμενο

protestante

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
protestante < θηλυκό του protestant

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
protestante protestantes

protestante (fr) θηλυκό