protestation
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
protestation | protestations |
protestation (fr) θηλυκό
- η διαμαρτυρία, η διαμαρτύρηση
ενικός | πληθυντικός |
protestation | protestations |
protestation (fr) θηλυκό