Μετάβαση στο περιεχόμενο

prothesis

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

prothesis (en)

  1. η πρόθεση (η θρησκευτική τελετή)
  2. η προσθήκη ενός φωνήεντος στην αρχή λέξης χωρίς να αλλάξει η μορφολογία της