protrude

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας protrude
γ΄ ενικό ενεστώτα protrudes
αόριστος protruded
παθητική μετοχή protruded
ενεργητική μετοχή protruding

Ετυμολογία [επεξεργασία]

protrude < λατινική protrudo

Ρήμα[επεξεργασία]

protrude (en) (αμετάβατο, επίσημο)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]