prove
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | prove |
γ΄ ενικό ενεστώτα | proves |
αόριστος | proved |
παθητική μετοχή | proved, proven |
ενεργητική μετοχή | proving |
Ρήμα[επεξεργασία]
prove (en)