proverbial
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
proverbial (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | proverbial | proverbiaux |
θηλυκό | proverbiale | proverbiales |
Επίθετο[επεξεργασία]
proverbial (fr)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη proverbe