proverbial
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]proverbial (en)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | proverbial | proverbiaux |
θηλυκό | proverbiale | proverbiales |
Επίθετο
[επεξεργασία]proverbial (fr)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη proverbe