Μετάβαση στο περιεχόμενο

providence

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
providence < λατινική providentia < providere

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
providence providences

providence (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]