provo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | provo | provoj |
αιτιατική | provon | provojn |
provo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | provo | provoj |
αιτιατική | provon | provojn |
provo (eo)