provolvo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

provolvo

  1. τυλίγω κάτιπρος τα εμπρός, το κυλινδρώνω
  2. προσπίπτω, πέφτω κάτω