prowl
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
prowl (en)
- αιλουροβατώ κυνηγετικά, ενεδρεύω κινούμενος
- γυροφέρνω