Μετάβαση στο περιεχόμενο

proximité

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
proximité < λατινική proximitas < proximus

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

proximité (fr) θηλυκό

  1. η εγγύτητα
  2. à proximité - πολύ κοντά, δίπλα
  3. à proximité de - δίπλα σε
  4. emplois de proximité/services de proximité - υπηρεσίες που προσφέρονται στο σπίτι (σιδέρωμα, γεύμα ηλικιωμένων προσώπων, παραδουλεύτρα, παιδικός κήπος, βοήθεια σε αρρώστους, κλπ.)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

στο χώρο

στο χρόνο

χώρο, χρόνο, διάφορα άλλα

Αντώνυμα

[επεξεργασία]