prude
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
prude (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
prude | prudes |
Επίθετο[επεξεργασία]
prude (fr) αρσενικό ή θηλυκό