prudence
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]prudence (en)
- η σύνεση
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
prudence | prudences |
prudence (fr) θηλυκό