prudens
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά
(la)
[
επεξεργασία
]
Επίθετο
[
επεξεργασία
]
prudens
(la)
προνοητικός
,
σοφός
έμπειρος
Κλίση
[
επεξεργασία
]
ενικός
πληθυντικός
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
prudens
prudens
prudens
prudentēs
prudentēs
prudentia
γενική
prudentis
prudentis
prudentis
prudentium
prudentium
prudentium
δοτική
prudentī
prudentī
prudentī
prudentibus
prudentibus
prudentibus
αιτιατική
prudentem
prudentem
prudens
prudentēs
prudentēs
prudentia
κλητική
prudens
prudens
prudens
prudentēs
prudentēs
prudentia
αφαιρετική
prudentī
prudentī
prudentī
prudentibus
prudentibus
prudentibus
(Τριτόκλιτα επίθετα)
Κατηγορίες
:
Λατινική γλώσσα
Επίθετα (λατινικά)
Αντίστροφο λεξικό (λατινικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Άλλες γλώσσες
Čeština
Deutsch
English
Español
Eesti
Français
Frysk
Magyar
日本語
Malagasy
ဘာသာမန်
Polski
Português
Русский