prunti

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

prunti < prunt + -i

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα prunti
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας pruntas pruntanta pruntata
αόριστος pruntis pruntinta pruntita
μέλλοντας pruntos pruntonta pruntota
υποθετική pruntus - -
προστακτική pruntu - -

prunti (eo)

  1. δανείζω
     συνώνυμα: pruntedoni
  2. δανείζομαι
     συνώνυμα: pruntepreni, pruntopreni