Μετάβαση στο περιεχόμενο

prunum

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
prunum < (άμεσο δάνειο) αρχαία ελληνική προῦνον / προῦμνον

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈpruː.nʊm/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

prunum ουδέτερο

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική prunum pruna
γενική prunī prunōrum
δοτική prunō prunīs
αιτιατική prunum pruna
κλητική prunum pruna
αφαιρετική prunō prunīs
(β' κλίση)