prunum
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- prunum < αρχαία ελληνική προῦμνον / προῦνον
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
prunum ουδέτερο
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | prunum | pruna |
γενική | prunī | prunōrum |
δοτική | prunō | prunīs |
αιτιατική | prunum | pruna |
κλητική | prunum | pruna |
αφαιρετική | prunō | prunīs |