pruviĝi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα pruviĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας pruviĝas pruviĝanta pruviĝata
αόριστος pruviĝis pruviĝinta pruviĝita
μέλλοντας pruviĝos pruviĝonta pruviĝota
υποθετική pruviĝus - -
προστακτική pruviĝu - -

pruviĝi (eo)